- ηδονίζομαι
- [ηδονή]1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηδονίζομαι — ηδονίζομαι, ηδονίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ηδονίζομαι — ηδονίστηκα 1. αισθάνομαι ηδονή, ευχαρίστηση: Ηδονίζεται να βασανίζει τους άλλους. 2. είμαι φιλήδονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμφιληδονώ — ἐμφιληδονῶ ( έω) και ἐμφιληδῶ ( έω) (Α) ευχαριστούμαι, ηδονίζομαι … Dictionary of Greek